- πάμμορφος
- πάμμορφος, -ον (Α)(για τον Πρωτέα) αυτός που λαμβάνει κάθε μορφή, πολύμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -μορφος (< μορφή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάμμορφον — πάμμορφος assuming all forms masc/fem acc sg πάμμορφος assuming all forms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμόρφους — πάμμορφος assuming all forms masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμμορφοι — πάμμορφος assuming all forms masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παντόμορφος — ον, Α 1. πάμμορφος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντόμορφος α) το Σύμπαν β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος] … Dictionary of Greek